Λυκιοεργέας

Λυκιοεργέας
Λυκιοεργής
of Lycian workmanship
masc/fem acc pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λυκιοεργέας — Λυκιοεργής of Lycian workmanship masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκιοεργής — και συνηρ. τ. λυκιουργής, ές (Α) κατασκευασμένος κατά τον τρόπο τών Λυκίων (α. «ἀσπίδας δὲ ὠμοβοΐνας εἶχον σμικράς, καὶ προβόλους δύο λυκιοεργέας ἕκαστος εἶχε», Ηρόδ. β. «λυκιουργεῑς φιάλαι», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Λύκιος + εργής (< ἔργον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”